βουτῶν

βουτῶν
βούτης
herdsman
masc gen pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βουτῶν — Βούτης herdsman masc gen pl Βουτώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατεσθίω — μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α [κατεσθίω] τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείου, δήμος — Δήμος (137.711 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Βουτών, Δαφνέ, Σκαλανίου και Σταυρακίων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του νέου δήμου… …   Dictionary of Greek

  • Κρήτης, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό και ερευνητικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και ενισχύεται οικονομικά από το κράτος (από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Το Π.Κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”